- ιώβειος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ιώβ2. φρ. «ιώβειος υπομονή» — υπομονή ανεξάντλητη, όμοια με εκείνη που έδειξε ο Ιώβ.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰώβ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στον Άγγελο Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιώβειος — α, ο αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του Ιώβ, κυρίως την υπομονή του: Τον διακρίνει ιώβεια υπομονή (πολύ μεγάλη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)